- μηνιάτικος
- -η, -ο1. ο μηνιαίος2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικοα) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μήνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπρ-ιάτικος, λαμπρ-ιάτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.